- κεχαρισμένως
- κεχᾰρισμένως, Adv., ([etym.] χαρίζομαι)A acceptably, Ar.Ach.248, Pl.Phdr. 273e, D.S.17.47;
κ. ἄρχειν Isoc.2.15
, cf. X.Eq.Mag.1.1 ([comp] Sup.);ὄχλοις κ. λέγειν Plu.2.6b
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. ἄρχειν Isoc.2.15
, cf. X.Eq.Mag.1.1 ([comp] Sup.);ὄχλοις κ. λέγειν Plu.2.6b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με αρεστό, με προσφιλή τρόπο, με χαρά «κεχαρισμένως σοι τήνδε τήν πομπή ν ἐμὲ πέμψαντα», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κεχαρισμένος τού χαρίζομαι «φέρομαι ευνοϊκά σε κάποιον, κάνω χάρη σε κάποιον»] … Dictionary of Greek
κεχαρισμένως — acceptably indeclform (adverb) χαρίζομαι say perf part mp masc acc pl (doric) χαρίζω say perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενώτατα — κεχαρισμένως acceptably neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενώτατος — κεχαρισμένως acceptably masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχαρισμενωτάτας — κεχαρισμενωτάτᾱς , κεχαρισμένως acceptably fem acc pl κεχαρισμενωτάτᾱς , κεχαρισμένως acceptably fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακεχαρισμένως — (Α) επίρρ. με χάρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κεχαρισμένως (< κεχαρισμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. χαρίζομαι)] … Dictionary of Greek